στενότητα

στενότητα
η
1. το να είναι κάτι στενό: Η στενότητα του χώρου τού δημιουργεί πολλά προβλήματα.
2. έλλειψη, ανεπάρκεια: Υπάρχει στενότητα χρήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… …   Dictionary of Greek

  • στενότητα — στενότης narrowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρια — η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος] 1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία 2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα… …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • Φιλισταίος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Φιλισταίοι λαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημεία νεοελλ. ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και… …   Dictionary of Greek

  • φιλισταϊσμός — ο, Ν [Φιλισταίος] στενότητα αντίληψης και άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού όχι τόσο στο ηθικό όσο στο γνωστικό πεδίο …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αστενοχώρητος — η, ο (AM ἀστενοχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στενοχωρηθεί ή λυπηθεί για τίποτε 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στενοχωριέται κάποιος αρχ. μσν. Ι. εκείνος που δεν αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, που χωρά άνετα κάπου («θεὸν… …   Dictionary of Greek

  • βραχύτητα — η (AM βραχύτης) [βραχύς] 1. η έλλειψη ύψους ή μήκους 2. (για χρόνο) η συντομία 3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ αρχ. 1. η στενότητα 2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή 3. η πενία, η απορία …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”